- αντίρροπος
- -η, -ο (Α ἀντίρροπος, -ον) [αντιρρέπω]νεοελλ.αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνσηαρχ.1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι2. εξίσου βαρύς με κάποιον3. ισοδύναμος με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.